πίτσικος, -ια, -ο

πίτσικος, -ια, -ο
(λ. τουρκ.), νόθος, μικρός, ασήμαντος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πίτσικος — η, ο, Ν 1. καρπός αθέμιτου έρωτα, νόθος, μπάσταρδος 2. μικρός, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pic + κατάλ. ικος (πρβλ. γέρ ικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”